-
1 φλέβια
φλέβιονany one of the smaller vessels: neut nom /voc /acc pl -
2 ἐπι-τυφλόω
ἐπι-τυφλόω, dabei blind machen; übertr., abstumpfen, verstopfen, οἱ πόροι, τὰ φλέβια, Arist. probl. 19, 3 Theophr.
-
3 δοκιμειον
-
4 δοκιμιον...
-
5 εὔτρητος
A well-pierced,λοβοί Il.14.182
; ;δόνακες APl.1.8
(Alc.); with many orifices,φλέβια Thphr.Sens.56
; porous,σπόγγος Q.S.9.429
;πέδον AP6.21.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτρητος
-
6 ἀκρόπλοος
A swimming at the top, skimming the surface,φλέβια Hp.Morb.1.14
, cf. Plu.2.591e; buoyant,ὑστέρη Aret.SA2.11
; restored for ἀκρόπαθος in Hp.Prorrh.2.11:— superficial, Id.Ep.18 (Democr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπλοος
-
7 ἐμπλάσσω
3 stop up, τὰ φλέβια, Thphr.Sens.66; clog the teeth of a saw, Id.HP5.6.3:—[voice] Pass.,- πλασσομένων τῶν πόρων Id.Sens.14
.b abs., to be viscous, Id.6.495.II [voice] Pass., have an impression left or made, Hp.Mul.2.116, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπλάσσω
-
8 ἐπιτυφλόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτυφλόω
-
9 ὑπερεμέω
A vomit violently: metaph. of over-full veins, cause suffusion,ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια Hp.Morb.2.17
; ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ib.18 (- εμές- ib.4): hence [full] ὑπερέμετος, ὁ, over-fullness of the veins, ib.4 (vv.ll. ὑπερεμέειν, ὑπεραίμετον): but forms of ὑπεραιμέω (q. v.) shd. prob. be restored; the corruption has been helped by the words of Hp., τὸ μὲν οὔνομα οὐκ ὀρθὸν τῇ νούσῳ, οὐ γὰρ ἀνυστὸν ὑπεραιμῆσαι (- εμῆσαι codd.) οὐδὲν τῶν φλεβίων κτλ.; ὑπεραιμήσειε stands in Morb.2.4 cod. G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερεμέω
См. также в других словарях:
φλέβια — φλέβιον any one of the smaller vessels neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… … Dictionary of Greek
επιτυφλώ — ἐπιτυφλῶ, όω (Α) [τυφλώ] 1. κάνω κάτι ή κάποιον περισσότερο τυφλό, κλείνω τους πόρους, φράζω («ἐπιτυφλούμενα ἐμπλάττειν τὰ φλεβία», Θεόφρ.) 2. τυφλώνω επί πλέον … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
φλεβί — το 1. κάθε μικρή φλέβα, φλεβίτσα. 2. μτφ., καθεμιά από τις υπόγειες φλέβες (ορυκτού, νερού): Πηγάδι αδύνατο με ένα φλεβί. 3. ραβδωτή απόχρωση ορυκτού: Τα φλεβιά του μαρμάρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)